– 24 ...

Original Greek pangrams


(0)
αβγδεζηθικλμνξοπρστυφχψω
000000000000000000000000
That's a pangram! Save it!

Found pangrams [181]

  1. Γκόλφω, βάδιζε μπροστά ξανθή ψυχή! (34, 5)
  2. Ξεσκεπάζω την ψυχοφθόρα βδελυγμία. (34, 4)
  3. Γκμοχ: Νυξ βαδίζω προς ταφή, θάλψε. (35, 6)
  4. Φθηνό μπλε βράδυ, στο Γκάζι ξεψυχώ. (35, 6)
  5. Βυθίζετε ψηφιακό εξοπλισμό εγχόρδων. (36, 4)
  6. Βύθιζες ψηφιακά χόρτα ξαπλωμένε δόγη! (37, 5)
  7. Ξοπίσω, ραβδίζω φλεγματικά τα ψυχανθή. (38, 5)
  8. Φύσηξαν βδελυγμία, κτίζω ψυχοθεραπεία. (38, 4)
  9. Θα ξεφύγω με βία στην ψυχεδελική πρόζα. (39, 7)
  10. Βράζω γόπες με το φθηνό λάδι και ξεψυχώ. (40, 8)
  11. Βυθίζω χοντρή γίδα με ψηφιακό εξοπλισμό. (40, 6)
  12. Τρηχύν δ' υπερβάς φραγμόν εξύνθιζε κλώψ. (40, 6)
  13. Ψυχοβγάλτη, να δείξω πεζό κάθισμα φόρας; (40, 6) *
  14. Απόψε κραδαίνω την ξιφολόγχη βυθιζόμενος. (41, 5)
  15. Ζωτικό ψέμα ή ειδεχθές ξέπλυμα βιογράφων; (41, 6)
  16. Ξαφνικό, θορυβώδες ψέμα για ζαχαροπλάστη. (41, 5) *
  17. Ξεχνώ το σφριγηλό ζαβό μπέρδεμα, ψύχθηκε. (41, 6)
  18. Πρόστυχη ζηλόφθονη Βαγδάτη και ξερό ψωμί. (41, 6)
  19. Χτυπώ ξελιγωμένους καβγατζήδες ψηφοθήρες. (41, 4)
  20. Δε θα ζω σε φυγή πριν ξεβάψω καλά το χαμό. (42, 10)
  21. Εφτάψυχη ξυλόσομπα, δεν βράζω εγώ κριθάρι! (42, 6)
  22. Ζω μα βγήκα δεξιόστροφα, αψύ ανθυπολοχαγέ. (42, 6)
  23. Θα ψάξω νέα χαζά φύλλα στο βρώμικο πηγάδι. (42, 8)
  24. Παρεξηγηθήκατε φίλε μου, ψευδίζω βήχοντας. (42, 5)
  25. Ψυχοπαθής ερωτευμένος καβγαδίζει φιλόξενα. (42, 4)
  26. Έκλεψα ζημιογόνο βόδι ξετσίπωτου αχθοφόρου. (43, 5)
  27. Αβροχίτων δ' ο φύλαξ, θηροζυγοκαμψιμέτωπος. (43, 5)
  28. Αξιοζήλευτα καθαρό βιμπράφωνο χωρίς ψεγάδι. (43, 5)
  29. Από χθες βαδίζω μαγικά ξύπνιε ψηλέ φωστήρα. (43, 7) *
  30. Βδελυρέ ξανθότριχε κωφέ, απομυζείς ψιλή γη. (43, 6)
  31. Ζαφείρι δέξου πάγκαλο, βαθών ψυχής το σήμα. (43, 7) *
  32. Ζηλεύω απόψε τον κάθε βραδύγλωσσο ξιφομάχο. (43, 6)
  33. Φώναζε οξύθυμα η λοχαγός κι απόψε το βράδυ. (43, 8)
  34. «Προσεδαφιστήκαμε βαθιά!» ξεφωνίζω λιγόψυχα. (44, 4)
  35. Αγκομαχούν προβλέψιμα έξω, δήθεν φωνάζοντας. (44, 5)
  36. Εξοστρακίζω τον μυώδη φιλάνθρωπο ψυχοβγάλτη. (44, 5)
  37. Θα ξεδίνεις με ζωμό και ψυχρά παλαβά φαγητά. (44, 8)
  38. Ξεψειρίζω δύσθυμα τον βαρύ φυγόπονο χασικλή. (44, 6)
  39. Ξεψύχησε φωνάζοντας εγκάρδια «Πολεμώ, θάβω!» (44, 5) *
  40. Ξυπνήστε γιδοβοσκοί, λάθος χωράφι ψεκάζουμε! (44, 5) *
  41. Συγκέντρωση ψυχοβγαλτών ξεφτίζει με θαμπάδα. (44, 5)
  42. Φτωχοδιάβολος ξεψαχνίζει μύγες στην προθήκη. (44, 5) *
  43. Βαδίζοντας ξεχνώ πια τα ψηφιακά μου θέλγητρα. (45, 7)
  44. Θα φέρω και ψητή βοδινή μπριζόλα χωρίς ξύγγι. (45, 8)
  45. Θλιβερό γαλάζιο δελφίνι ξεψύχησε κολυμπώντας. (45, 5) *
  46. Κάθε φορά ψάχνω μαζί σου για βίδες ξυπόλητος. (45, 8) *
  47. Αβρός δ' εν προχοαίς Κύκλωψ φθογγάζετο μύρμηξ. (46, 7)
  48. Αρχέγονη επωδός ξεμαυλίζει βαθιά την κωφή όψη. (46, 7)
  49. Βαδίζω χύμα, αψηφώντας πάγκους και ξερολιθιές. (46, 6)
  50. Γέμισε πυκνό φως η βδέλα ψιθυρίζοντας ξέχειλη. (46, 7) *
  51. Δοξάζω το πικρό άχθος των φοβερά υψηλών μάγων. (46, 8)
  52. Εξασφαλίζω μετριοπαθείς δυναμικές, ψυχοβγάλτη. (46, 4) *
  53. Θάβω την επαμφοτερίζουσα ψυχολογική δυσανεξία. (46, 5)
  54. Ο γλύπτης βαδίζει και ψάχνει τροφή ξεθεωμένος. (46, 7)
  55. Φασκιωμένοι ψυχοθεραπευτές ξαναβγάζουν δήλωση. (46, 4) *
  56. Φρέσκες ψυχές ξεριζωμένες από βαθύ τρωγλοδύτη. (46, 6) *
  57. Φώναζε ξανθέ: «Χάρτινοι γύπες με κολοβή δίψα!» (46, 7)
  58. Ψήθηκε σε ξεχωριστό φουγάρο η βοδινή μπριζόλα. (46, 7)
  59. Βραδιάζει η ψυχή και ξεφεύγει θολωμένη η πίστη. (47, 8)
  60. Γαντζώθηκε ψόφιος απ' το ξεχαρβαλωμένο δίκυκλο. (47, 6)
  61. Εκστόμιζε πομφόλυγες ως ξόανο δίχως ψηλό βάθρο. (47, 7) *
  62. Ηθικοί φτωχοδιάβολοι με ψέγουν· ζητούν πράξεις! (47, 6)
  63. Ξαγρυπνώ, ζω κι απολαμβάνω τα χθεσινά ψηφιδωτά. (47, 7)
  64. Ο πανύψηλος αχθοφόρος ξημερωβραδιαζόταν γενικά. (47, 5)
  65. Ψάξε φλόγα στην πεζή καρδιά· ή θυμώνει ή βήχει. (47, 9)
  66. Ψηφίζουν δημαγωγικά· εξόχως θλιβερό αποτέλεσμα. (47, 5) *
  67. «Ήπιος βαθμός» φώναξε ο ψυχογιός δρασκελίζοντας. (48, 6) *
  68. Άδικα σε γυρεύω, φθηνή πρόβλεψη μίζερου ξενύχτη. (48, 7)
  69. Αφουγκράζεσαι την πρωινή βοή με θλίψη, ξενοδόχε. (48, 7)
  70. Αφού το ξέρω πως δεν θα βγάζω κιλίμια, ψυχή μου! (48, 10)
  71. Βγήκε θυμωμένος και φύσηξε δακρύζοντας λιπόψυχα. (48, 6) *
  72. Βρίζω και θα ψέγω τον πυελώδη ξενόφερτο διχασμό. (48, 8)
  73. Ζοφερή και ξεψυχισμένη ψαλμωδία γότθων πληβείων. (48, 6)
  74. Ισχνοί ψαροτουφεκάδες ξεπάγωσαν με ζήλο το βυθό. (48, 7) *
  75. Ξεβγάζω τον καλόψυχο, γεροδεμένο φυσιοθεραπευτή. (48, 5)
  76. Ξεθεωμένα φίδια στον κήπο βελάζουν, ψυχορραγούν. (48, 6)
  77. Ο φαλακρός επιδειξίας ζύγωσε τον ψύχραιμο βοηθό. (48, 7) *
  78. Σου ζητώ λίγη ψητή φάβα ξεδιάντροπε και μοχθηρέ. (48, 8)
  79. Ψυχωτικός ιθαγενής ξενοιάζει πρόδηλα φοβισμένος. (48, 5) *
  80. Βάζω δίχτυα αγουροξυπνημένος· καλά ψάρια θα φέρω. (49, 7)
  81. Βυθίζομαι ξέφρενα και δίχως άγος στην ανυποληψία. (49, 7) *
  82. Δε φώναξα το γεμάτο παχιές ψείρες θηλυκό ζεβράκι. (49, 8)
  83. Δεν ψάχνουν πια για ζωντανές βαφές μαξιλαροθήκης. (49, 7)
  84. Εγώ θωπεύω ξεψυχισμένα φυσικά, δίχως βαρετό ζήλο. (49, 7) *
  85. Ζημιώθηκε ξεροβήχοντας ο πανύψηλος δακτυλογράφος. (49, 5)
  86. Κλωθογυρίζω αδέξια, βεβιασμένα, χτυπημένο ψοφίμι. (49, 5)
  87. Κολλώδες αμφίβιο ξεθάβει ζωύφια από την ψυχρή γη. (49, 8)
  88. Μια αγέρωχη κορφή δεσπόζει ξέθωρη στο ψηλό βουνό. (49, 8)
  89. Ξαφνικά, του βελάζει υποχθόνια η ψωριασμένη γίδα. (49, 7)
  90. Ξαφνική ψυχοσωματική δυσθυμία ή περίεργη ζαβολιά; (49, 6)
  91. Ξεψυχισμένος βιγλάτορας θρυμματίζει φτηνό πίδακα. (49, 5) *
  92. Φλεγματικά χρώματα που εξοβελίζουν ψευδαισθήσεις. (49, 5) *
  93. Χωρίς βιασύνη η μαζική έξοδος· φυγή απ' τη θλίψη. (49, 9) *
  94. Ψάξε να βρεις πού θα ζητωκραυγάσουν δίχως φλέγμα. (49, 8) *
  95. Δε γίνεται βοηθός με ξίφος χωρίς πιο ζεστή κάλυψη. (50, 9) *
  96. Δηλώνω πως χάζεψα με τις ξέθωρες ζυγαριές, φοβικέ! (50, 8)
  97. Τη θαυμάζω που φοράει ξανά κομψές, χλιδάτες γόβες. (50, 8)
  98. Φιλόδοξη ραπτομηχανή γαζώνει άβουλα ψάθινη κλωστή. (50, 6)
  99. Ψιθυρίζω γονυπετής εξόχως διθυραμβικά φληναφήματα. (50, 5)
  100. Όχι, δε θα ψηφίζω εγώ τις ξεπουλημένες κυβερνήσεις! (51, 8) *
  101. Βρυχηθμός γύψινων λιονταριών δεσπόζει, ξεκουφαίνει. (51, 5) *
  102. Γαντζώθηκε ξεψυχισμένα από την φοβερή διελκυστίνδα. (51, 6)
  103. Δέχομαι, θα ξεχωρίζω! Και συμπληρώνω: βγες φωταψία! (51, 7) *
  104. Δε βαρέθηκε να ξερογλείφεται, ψυχικά αποζημιωμένος. (51, 6)
  105. Δε γνωρίζω πως, μα η φακή βυθίζεται στο ψυχρό ξύλο. (51, 10) *
  106. Δες που γοργά ξεκοκαλίζω το βιός μα θρέφω την ψυχή. (51, 10)
  107. Θα βγουν να ξεψειριστούν οι φωνακλάδες χιμπατζήδες. (51, 7) *
  108. Ξανθέ εφαψία, ζύγισε τη βιοδιασπώμενη χαρτοσακούλα. (51, 6)
  109. Ξανθούλη και χαρωπέ ηδονοβλεψία, γιατί με φωνάζεις; (51, 7)
  110. Ξεπέζεψε με εγκληματική αιδώ ο αχθοφόρος στο βουνό. (51, 8) *
  111. Ξεπαραδιαστήκαμε χθες ψωνίζοντας γόβες και φυλαχτά. (51, 6) *
  112. Πριν νύσταξει, βγήκε στο διάζωμα με ψάθινο φυλαχτό. (51, 8)
  113. Φθηνά γεωτρύπανα ξεψαχνίζουν τη δική μας άβολη ζωή. (51, 8)
  114. Φτωχή ξυπόλητη αλεπού καβγαδίζει με σμήνος θράψαλα. (51, 7) *
  115. Βρεγμένοι ξυλουργοί πίνουν ψηφιακό ζύθο δίχως τέλος. (52, 7)
  116. Κραυγάζω για τα ξένα μεγαλεπήβολα σχέδια ψηφοθηρίας. (52, 7) *
  117. Μας βρίζει ξεδιάντροπα ο αήθης και φαύλος ψυχαγωγός. (52, 8)
  118. Ξεπρόβαλε γοργά ο ζηλόφθων, μεμψίμοιρος τυχοδιώκτης. (52, 6)
  119. Ξεχωρίζω ηθικές φωνές από αμιγώς ψεύτες βιβλιοδέτες. (52, 7)
  120. Ξεψαχνίζω τις μυθοπλασίες βολιδοσκόπησης, γνέφοντας. (52, 5) *
  121. Ο φλύαρος, ψαγμένος βοηθός έδειξε πως ζέχνει η κότα. (52, 9)
  122. Προικισμένη ξελογιάστρα, διηθίζω την ψυχή του φόβου. (52, 7)
  123. Στο πεζικό δε θα φοβηθώ το ξερό ψωμί χωρίς γλουτένη. (52, 10)
  124. Ψάξε το χαιρέκακο φερέφωνο· βγάζει δηλώσεις πρόθυμα. (52, 7) *
  125. Ψοφίμια πιθήκων ζέχνουν οξύ στα γαλάζια βραχώδη όρη. (52, 8)
  126. Εξέχων φόβος τριγυρίζει· υψώνεται η Δαμόκλειος Σπάθη. (53, 7)
  127. Εξασφαλίζω διεπιστημονική ενημέρωση βοηθών ψυχολόγων. (53, 5)
  128. Ζητάμε χίλια αψεγάδιαστα βιογραφικά έξυπνων ηθοποιών. (53, 6)
  129. Κραύγαζε η βδέλλα καθώς έψαχνε τον ξιφία υπομονετικά. (53, 8)
  130. Ο ξένος κληρικός δε θα βγει να φάει παχύ ζυμωτό ψωμί. (53, 11)
  131. Φέρτε πολλή βύνη και ξερό αζιμούθιο δίχως ψευδάργυρο. (53, 8)
  132. Ανησυχώ σφόδρα για την καθίζηση μα ήξερα την πρόβλεψη. (54, 9)
  133. Δε θα ξεχορτιαριάζω πλέον εγώ τον βυσσινόκηπο, ψοφίμι. (54, 8)
  134. Η εξέχουσα φερώνυμη οικογένεια διστάζει θλιβερά απόψε. (54, 7)
  135. Θα ζυγίσω χίλια εξακόσια εβδομήντα πέντε φρέσκα ψωμιά. (54, 8)
  136. Χαζεύω που αδιαφορεί εξεζητημένα, με γοτθικές βλέψεις. (54, 7)
  137. Άθλια βιοενέργεια της ζοφερής ψυχοδυναμικής αποξένωσης! (55, 6) *
  138. Αμφισβητώ γλυκά την εξεζητημένη συνεδρία ψυχοθεραπείας. (55, 6) *
  139. Ζητώ βοηθό με εξειδίκευση στα παραψυχολογικά φαινόμενα. (55, 7)
  140. Η βοηθός του δοκιμιογράφου πασχίζει ξανά για λίγο ψωμί. (55, 9) *
  141. Πολύ θλιβερό ψυχεδελικό τραγούδι με εξεζητημένες φωνές. (55, 7)
  142. Ψυχρή σκηνή ζηλοτυπίας γιδοβοσκού με θύματα στο ξέφωτο. (55, 8) *
  143. Απόψε βαδίζει η εαρινή σύναξις των εχέμυθων αγροφυλάκων. (56, 8) *
  144. Βγήκε και φώναξε πως θυσίασε πλούτη, μα κέρδιζε ψίχουλα. (56, 9) *
  145. Δες ψηλά Ξένιε Ζευ, ο κύβος ερρίφθη· γαία πυρί μειχθήτω! (56, 10)
  146. Διαφυλάξτε γενικά τη ζωή σας από βαθειά ψυχικά τραύματα. (56, 9) *
  147. Εδώ χάθηκε περίφημος γεωπόνος ζαρζαβατικών υψηλής αξίας. (56, 7)
  148. Θα συχνάζω στο μικρό ξύλινο καφέ δίπλα στη γύψινη βρύση. (56, 10)
  149. Ξέρεις πως δε ζουν καλά χωρίς βαθμοφόρους στην ψαραγορά. (56, 9) *
  150. Φωτίζω το χυδαίο μένος που εξέθρεψε την ανεξέλεγκτη βία. (56, 9)
  151. Γόης φιλότεχνος αποκάλυψε θριαμβευτικά πως ψηφίζει δεξιά. (57, 7)
  152. Προσδιορίζω μεγαλοφώνως την ξύλινη ψυχοσύνθεση του κύβου. (57, 7) *
  153. Άδικα θα ξεροσταλιάζει υποβασταζόμενη για μια χούφτα ψωμί. (58, 8)
  154. Αναξιοπαθούντες ψευδίζουν «Φενάκη!» στο συμβούλιο αρχηγών. (58, 6) *
  155. Ζηλιάρηδες ψήφοι με γραπώνουν και βρυχώνται εξουθενωμένοι. (58, 7)
  156. Ζημιογόνος, επιβεβλημένη εξουσία των διχαστικών ψηφοθήρων. (58, 6) *
  157. Λαχταρώ να δείξω τα μπιφτέκια στη ζαβή θυγατέρα του ψήστη. (58, 10)
  158. Ψυχοφθόρα η ζωή στο Βασίλειο γαμώτο· ξεπεσμός δικαιωμάτων! (58, 8) *
  159. Βάδιζε ξεφωνίζοντας με χαρά και ηθικολογώντας υποψιασμένος. (59, 7) *
  160. Γνωρίζω τα χυδαία ψεύδη του ξιπασμένου, θλιβερού συκοφάντη. (59, 8)
  161. Δυσανασχετώ, μα βγάζω φιλικά την ξινομυζήθρα απ' το ψυγείο. (59, 9)
  162. Εδώ σφαγιάσθηκαν με ζήλο και βοή οι άψυχοι πραξικοπηματίες. (59, 9) *
  163. Νομίζω πως γενικά δεν ψήλωσε πολύ το μυξιάρικο βρέφος χθες. (59, 10) *
  164. Ξεβράκωτες ψυχοπονιάρες τραγουδίστριες με ζηλεύουν φθονερά. (59, 6) *
  165. Ξεχαρβαλωμένοι γεροξεκούτηδες ή πεφωτισμένα εν ζωή θρύψαλα; (59, 7) *
  166. Ο φετιχιστής βαδίζει θυμωμένος και ξυπόλητος στην ψαραγορά. (59, 8) *
  167. Φεύγει ο ψεύτης ποδηλάτης· ξερνοβολάει χώμα και θεϊκό ζόφο. (59, 9)
  168. Φτιασιδωμένη, όλο βλέψεις, ξεχώρισε η καλλίπυγος ζυθοποιός. (59, 7) *
  169. Ζαβλακωθήκαμε από την εξωφρενική, χυδαία υψηλή ζέστη στη γη. (60, 9)
  170. Ξαναδοκιμάζω τη φοβερή κολοκυθόπιτα που έψησες για χάρη μου. (60, 9) *
  171. Ξεχώριζε τον γνήσιο κίνδυνο και το βαθύ ψύχος του παφλασμού. (60, 10) *
  172. Πράσινο, ώχρα και γαλάζιο· ψηφίδες με τάξη στο βυθό βαλμένες. (61, 10) *
  173. Ταχίστη αλώπηξ βαφής ψημένη γη δρασκελίζει υπέρ νωθρού κυνός. (61, 9) *
  174. «Εξωφρενική δουλοπρέπεια» ψέλλιζε, καθώς έβγαινε τεμαχισμένος. (62, 6) *
  175. Πέρασαν από εδώ για ψάρι, φρέσκα βλήτα, ζοχιά και ξερό θυμάρι. (62, 11)
  176. Μεγαλεπήβολα «θα» ξεπαστρεύουν τη ζώσα φυσική δύναμη της ψυχής. (63, 9) *
  177. Ο Καλύμνιος σφουγγαράς ψιθύριζε πως θα βουτήξει χωρίς δισταγμό. (63, 9) *
  178. Αμφιβάλλω για την εχεμύθεια εξεζητημένα σκωπτικών ψευδομαρτύρων. (64, 7)
  179. Μύξες, φτέρνισμα, βήχας, γλυκές ζαλάδες, θαρρώ δίχως υψηλό πυρετό. (66, 9) *
  180. Φυλλορροούν οι ελπίδες της ψυχής· σβήνουν, ξεθωριάζουν, αγκομαχούν. (67, 8) *
  181. Η ψυχική διαστροφή προσφεύγει σε θλιβερή μωρία για να πνίξει τη ζωή. (68, 12)